Breaking News

Νέα

Η Ελληνική Γλώσσα - Η Γλώσσα του Πολιτισμού


  Η Ελληνική γλώσσα είναι μία από τις γλώσσες της λεγόμενης ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας, η οποία δεν αποτελεί μέλος καμίας από τις υποομάδες στις οποίες υποδιαιρείται η ομογλωσσία αυτή. Με τον όρο ελληνική γλώσσα εννοούμε τη γλώσσα που μιλούσαν και μιλούν εδώ και 3.500 χιλιάδες χρόνια όσοι ανήκουν στο Ελληνικό Έθνος, το οποίο κατέχει -με μικρές ή μεγάλες εδαφικές αυξομειώσεις, ανάλογα με την εκάστοτε χρονική περίοδο- το άκρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης και τα γύρω του νησιά, καθώς (μέχρι το 1922) και το δυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας. Ελληνόφωνες γλωσσικές νησίδες υπάρχουν ακόμα σήμερα στο νότιο άκρο της Απουλίας και της Καλαβρίας (Ιταλία) και στο χωριό Καργκεζέ της Κορσικής. Η ελληνική γλώσσα γνώρισε τη μεγαλύτερη διάδοσή της στα χρόνια των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αποτελούσε διεθνή, όπως θα λέγαμε σήμερα, γλώσσα πολιτισμού και παιδείας την ίδια αυτή εποχή καθώς και μετέπειτα, στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
  Τα πρώτα γνωστά κείμενα σε ελληνική γλώσσα είναι οι πινακίδες με τη γραμμική γραφή Β που βρέθηκαν στην Κνωσό της Κρήτης και στην Πύλο της Μεσσηνίας και παρουσιάζουν μια αρχέγονη μορφή της Ελληνικής, όπου δεν υπάρχουν συμφωνικά συμπλέγματα, αλλά κάθε σύμφωνο ακολουθείται από ένα φωνήεν, όπως σήμερα στην ιαπωνική γλώσσα. Τα κείμενα αυτά ανάγονται περίπου στο 1500 π.Χ. Τα πρώτα λογοτεχνικά κείμενα σε Ελληνική γλώσσα είναι τα ομηρικά έπη (Ιλιάδα και Οδύσσεια) που μας παρουσιάζουν όχι την ομιλούμενη, αλλά μια λογοτεχνική μορφή της Ελληνικής γλώσσας της εποχής περίπου του 800 π.Χ. Στην αυγή της ιστορίας της, η Ελληνική γλώσσα παρουσιάζεται διασπασμένη σε πλήθος διαλέκτων,, τα διάφορα χαρακτηριστικά των οποίων τις κατατάσσουν σε τρεις μεγάλες ομάδες: την αιολική, την ιωνική και την δωρική. Ιδιαίτερος κλάδος της ιωνικής είναι η αττική διάλεκτος, δηλαδή η μορφή της ελληνικής που μιλούσαν οι Αθηναίοι του 5ου και 6ου αιώνα, η οποία έγινε κοινή πανελλήνια γλώσσα.


  Η αττική διάλεκτος της εποχής αυτής είναι η περισσότερο καλλιεργημένη λογοτεχνικά μορφή της ελληνικής γλώσσας και η ποιο γνωστή σήμερα αρχαία διάλεκτος. Οι άλλες αρχαίες διάλεκτοι μόνο επιγραφικά μνημεία μας άφησαν και ελάχιστα λογοτεχνικά δείγματα., όπως για παράδειγμα η ιωνική του Ηροδότου, η αιολική της Σαπφούς και του Αλκαίου. Η αττική διάλεκτος είναι η μορφή της Ελληνικής γλώσσας που διαδόθηκε μέχρι τα βάθη της Ανατολής με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και εξελίχθηκε σταδιακά για να δώσει τη λεγόμενη ελληνιστική ή αλεξανδρινή κοινή, στην οποία μεταφράστηκε ή γράφτηκε απευθείας η Αγία Γραφή. Η αλεξανδρινή κοινή, με μια έντονα αρχαϊκή τάση και πολλές φορές μια γλώσσα που απομιμείτο περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα την αττική των κλασσικών χρόνων, αποτέλεσε τη γραπτή Ελληνική γλώσσα των αιώνιων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η καθομιλουμένη βυζαντινή Ελληνική γλώσσα διέφερε πολύ από αυτό το γλωσσικό ιδίωμα. Η αλεξανδρινή κοινή εξελισσόταν με το πέρασμα των αιώνων στο στόμα του λαού και χωριζόταν σε διάφορα τοπικά ιδιώματα. Πρώτα γραπτά δείγματα του λαϊκού γλωσσικού ύφους του Βυζαντίου έχουμε από τον 10ο αιώνα και πρώτα διαλεκτικά στοιχεία από τον 12ο αιώνα.


  Η Ελληνική γλώσσα, ακολουθώντας τις ιστορικές τύχες του λαούφορέα της, δέχτηκε κατά καιρούς και κατά τόπους πολλά ξένα στοιχεία, ιδίως λεξιλογικά: λατινικά επί ρωμαιοκρατίας και στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες, σλαβικά και ιταλικά στη συνέχεια, έπειτα αλβανικά, και από τον 14ο αιώνα πολλά τουρκικά. Κατά την περίοδο της ενετοκρατίας ορισμένων ελληνικών περιοχών αναπτύχθηκε σε γραπτή γλώσσα η τοπική διάλεκτός τους. Έτσι, έχουμε τα κείμενα σε κρητική διάλεκτο (15ος - μέσα 17ου αιώνα), σε ροδιακή (15ος - 16ος αιώνας) και σε κυπριακή (15ος - 16ος αιώνας). Οι άλλες νεοελληνικές διάλεκτοι ελάχιστα γραπτά δείγματα μας έδωσαν.
  Στην ακτή της Αρκαδίας περίπου 10.000 άτομα μιλούν μέχρι σήμερα τα τσακώνικα· είναι η μόνη νεοελληνική διάλεκτος που αποτελεί φυσική εξέλιξη της αρχαίας λακωνικής (δωρικής) χωρίς να περάσει από το στάδιο-χωνευτήρι της αλεξανδρινής κοινής. Η γραπτή Ελληνική γλώσσα παρουσιάζει ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο, τον αττικισμό, δηλαδή τη μίμηση της γλώσσας των πεζογράφων της κλασσικής περιόδου που άρχισε από τα αλεξανδρινά χρόνια και διαιωνίζεται έως σήμερα με τη μορφή της καθαρεύουσας νεοελληνικής γραπτής γλώσσας. Έτσι, όσο η απόσταση της προφορικής γλώσσας από τη γραπτή αττικίζουσα Ελληνική γλώσσα γινόταν, με το πέρασμα των αιώνων, μεγαλύτερη, τόσο τονιζόταν η διγλωσσία στον ελληνόφωνο κόσμο. Οι προσπάθειες για υιοθέτηση της καθομιλουμένης Ελληνικής γλώσσας στον γραπτό λόγο, ελάχιστες στους πρώτους βυζανιντινούς αιώνες, πολλαπλασιάστηκαν από τον 10ο αιώνα και μετά. Η τουρκοκρατία ανέκοψε τη λογοτεχνική παραγωγή στα ελληνικά εδάφη, αλλά στα ενατοκρατούμενα νησιά το φαινόμενο συνεχίστηκε, και έτσι έχουμε τα λογοτεχνικά έργα (ποιητικά τα περισσότερα) της Ρόδου, της Κρήτης και της Κύπρου, γραμμένα σε τοπικές διαλέκτους.


  Η διαμάχη ανάμεσα στους υποστηρικτές της καθαρεύουσας και της δημοτικής, σε ό,τι αφορά τον γραπτό λόγο, οξύνθηκε πολύ τον 19ο αιώνα και προπάντων στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Σήμερα, η δημοτική είναι η μόνη γλωσσική μορφή της λογοτεχνικής παραγωγής και αναγνωρίστηκε ως επίσημη γλώσσα σε όλες τις βαθμίδες της παιδείας. Η μακραίωνη και αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γραπτής γλωσσικής παράδοσης επί 3.500 χρόνια αποτελεί σπάνιο φαινόμενο στην ιστορία των γλωσσών. Η Ελληνική γλώσσα είναι η μόνη γλώσσα ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας που έχει αυτό το προνόμιο και γι' αυτό η γνώση και η μελέτη της είναι πολύ χρήσιμη στους γλωσσολόγους. Είναι αξιοσημείωτη η αργή εξέλιξή της κατά τους αιώνες, τόσο στην προφορά όσο -κυρίως- στη μορφολογία. Το μεγαλύτερο μέρος του λεξιλογίου της κλασσικής αττικής σώζεται στη νέα ελληνική, είτε αυτούσιο είτε ως ρίζες λέξεων είτε σε σύνθετα και σε παράγωγα.
  Οι νεοελληνικές διάλεκτοι είναι σε πολλά σημεία συντηρητικότερες μορφολογικά, συντακτικά, φωνητικά και λεξικολογικά από τη νεοελληνική κοινή. Σε αυτές συναντά κανείς ακόμα και λείψανα των αρχαίων διαλέκτων της κλασσικής και ρωμαϊκής εποχής. Πρέπει, πάντως, να τονιστεί ο σημαντικός ρόλος που έπαιξε η εκκλησιαστική γλώσσα στη διατήρηση της γλωσσικής παράδοσης και συνέχειας στους Έλληνες.

 Η πηγή του κειμένου αυτού, είναι ο 8ος τόμος της Εγκυκλοπαίδειας Δομήπου ανήκει στην Βιβλιοθήκη Πλούταρχου Πάστρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια